απαγωγή

απαγωγή
η (AM ἀπαγωγή) [απάγω]
1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του
2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» — αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το συμπέρασμα τ
αρχ.
1. το να οδηγείται κάποιος μακριά, η απομάκρυνση κάποιου
2. το να οδηγείται κάποιος στην αιχμαλωσία
3. χωρισμός
4. πληρωμή («φόρου ἀπαγωγή», Ηρόδ.)
5. (Αττίκ. Δίκ.) α) συνοπτική διαδικασία κατά την οποία οποιοσδήποτε πολίτης συνελάμβανε επαυτοφώρω κάποιον να διαπράττει αδίκημα είχε το δικαίωμα να τον οδηγήσει ενώπιον των αρχόντων
β) έγγραφη καταγγελία που παρέδιδαν στους άρχοντες
6. (στη Λογ.) μετατόπιση της βάσης επιχειρήματος
7. φρ. «ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή» — έμμεση απόδειξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπαγωγῇ — ἀπαγωγή leading away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγή — leading away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαγωγή — η 1. αρπαγή ανθρώπου: Στην απαγωγή του παιδιού είχε και συνένοχο. 2. (γυμν.), κίνηση κάποιου μέλους του σώματος προς τα έξω: Απαγωγή των χεριών! 3. (λογ.), συλλογιστική μέθοδος (λέγεται και παραγωγή) που από το γενικό πάει στο μερικό· (μαθ.), «σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АПАГОГЭ —    • Άπαγωγή,          назывался у афинян особенно тяжкий и по формам судопроизводства, и по последствиям вид публичного обвинения, существенно отличавшийся от υραωή (см. это слово). Тогда как при обыкновенном письменном обвинении (γραφή)… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀπαγωγαῖς — ἀπαγωγή leading away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγαί — ἀπαγωγή leading away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγῆς — ἀπαγωγή leading away fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγήν — ἀπαγωγή leading away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγῶν — ἀπαγωγή leading away fem gen pl ἀπαγωγός leading away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”